- τις
- τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α(αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.)1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.)2. κάποιος από πολλούς3. (με περιοριστική ή περιφρονητική σημ.) ένας οποιοσδήποτε, κάποιος ασήμαντος, κάποιος χωρίς αξία (α. «ανόητος τις νεαρός» β. «ὡς ταχεῑά τις... χάρις διαρρεῑ», Σοφ.)4. στον πληθ. τινεςμερικοίνεοελλ.φρ. α) «[μέχρι] προ τινος»(ενν. χρόνου) μέχρι πριν από λίγο καιρόβ) «από τινος»(ενν. χρόνου) εδώ και λίγο καιρόγ) «μέχρι τινος» — μέχρι ένα μικρό διάστημα, ώς ένα σημείο(«μέχρι τινος θα έλθουμε μαζί σας»)δ) «κατά τι» — εν μέρει, λίγοε) «κατιτί» — κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το ξεχωριστό («δεν μπορώ να τό εξηγήσω, αλλά έχει κατιτί που μού αρέσει»)αρχ.Ι. ΚΛΙΣΗ: Α. (στον εν.)1. (ονομ.) σπάν. ιων. και δωρ. τ. τεός2. γεν. ιων. τ. τεο και τευ, ποιητ. και αττ. τ. του και τινος3. δοτ. ιων. τ. τεῳ, ποιητ. και αττ. τ. τῳ και τινι, αιολ. τ. τίῳ4. (αιτ.) αρσ. και θηλ. τινα και σπάν τ. τεός, ουδ. τι- Β. στον πληθ.1. (ονομ.) αρσ. και θηλ. τίνες, δωρ. τ. τινεν, θεσσ. κινες, ουδ. τινα και ἄσσα, αττ. τ. ἄττα, δωρ. τ. σά, βοιωτ. τ. τά2. γεν. ιων. τ. τέων και τεῶν και τινων3. δοτ. τίσι(ν), δωρ. τ. τίνοις, αιολ. τ. τίοισι, ιων. τ. τέοισι4. (αιτ.) αρσ. και θηλ. τινας, ουδ. τινα- II. ΣΥΝΤΑΞΗ - ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. κάθε ενδιαφερόμενος, καθένας που αποβλέπει σε κάτι («ἵνα τις στυγέῃσι καὶ ἄλλος», Ομ. Ιλ.)2. κανείς («μισεῑ τις ἐκεῑνον», Δημοσθ.)3. (ως εμφαντικό) α) κάποιος μεγάλος, κάποιος σπουδαίος («τὸ δοκεῑν τιν' εἶναι», Μέν.)β) αντί τού άνδρας («ἦν δὲ τις ἐν Τρώεσσι Δάρης», Ομ. Ιλ.)4. (με κύρια ον.) κάποιος όμοιος, κάποιος τέτοιος («ἤ τις Ἀπόλλων ἤ Πάν», Αισχύλ.)5. (με αριθμτ.) α) ένας οποιοσδήποτε, αλλά ένας μόνον («δώσει δὲ τι ἕν γε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.)β) περίπου, κάπου («ἐς διακοσίους τινας», Θουκ.)6. (με ουσ.) αρκετός («στρατῷ τινι» — με αρκετό στράτευμα, Θουκ.)7. (με διάφορες αντων.) α) ὅσος τιςπόσο πολύς, πόσο μεγάλη ποσότητα («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.)β) οἶός τιςτί είδους άνθρωπος8. (με αρθρ.) α) εκφέρεται ομοιόπτωτα με έναρθρο ουσ. («ὅταν δ' ὁ κύριος παρῇ τις», Σοφ.)β) (στους φιλοσόφους) ο ορισμένος ή ο τέτοιος (α. «ὁ τὶς ἵππος», Αριστοτ.β. «ἡ τὶς γραμματική», Αριστοτ.)γ) σε αντιθετικές προτάσεις («ὁ μὲν τις..., ἄλλος δέ...», Ευρ.)9. αντί τής προσ. αντων. τού α' και τού β' προσ. («ποῑ τις τρέψεται;», Σοφ.)10. αντί τού ονόματος ενός προσώπου ή πράγματος το οποίο αποφεύγει κανείς να κατονομάσει, κυρίως για ευφημισμό (α «οὐκ ἔφασαν ἰέναι, ἐὰν μή τις χρήματα διδῷ [ενν. ὁ Κῡρος]», Ξεν.β. «καὶ γὰρ ἄν οὗτός τι πάθῃ, ταχέως ὑμεῑς ἕτερον Φίλιππον ποιήσετε», Δημοσθ.)11. (το ουδ.) α) (περιλπτ.) ένα μέρος, ένα τμήμα («ἦν τι καὶ ἐν ταῑς Συρακούσαις», Θουκ.)β) (ως επίρρ.) σε έναν βαθμό, κάπως («παρεθάρρυνέ τι αὐτούς», Ξεν.)12. φρ. α) «λέγω [ή ποιῶ] τι» — λέω [ή κάνω] κάτι σπουδαίο (Πλάτ.)β) «καὶ τι» — εν μέρειγ) «ἤ τι ἤ οὐδέν» — λίγο ή τίποτε, σχεδόν τίποτε (Πλάτ.)δ) «ἤ τις ἤ οὐδείς» — σχεδόν κανείς (Ηρόδ.)ε) «τὸ μέν... τὸ δὲ τι...»εν μέρει μεν... εν μέρει δε, κάπως (Θουκ., Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ερωτ. τίς].
Dictionary of Greek. 2013.